Μία από τις ιστορίες με τις οποίες μεγαλώσαμε όλοι, όσοι τέλος πάντων είμαστε άνω των σαράντα, είναι οι Άθλιοι. Είτε την μάθαμε από τη συνοπτική προσέγγιση για παιδιά, των Κλασσικών Εικονογραφημένων, είτε από το σινεμά, σ΄ ένα από τα (άπειρα) remakes, είτε, όσοι είχαμε την υπομονή, από το τρίτομο (αριστούργημα για μένα, που είμαι και μελό τύπος) μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ. Όπως και να χει, όλοι μας ξέραμε την ηρωική και πένθιμη ιστορία του Γιάννη Αγιάννη που έμεινε είκοσι χρόνια στα κάτεργα γιατί έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί. Την θλιβερή μοίρα της Φαντίνας που κατάντησε πόρνη, όταν απολύθηκε από το κλωστοϋφαντουργείο και που πούλησε τα μαλλιά και τα δόντια της για να στείλει χρήματα στους Φερναδιέρους, που μεγάλωναν το κοριτσάκι της. Τον αγνό έρωτα της Τιτίκας για τον επαναστάτη Μάριο, που ο συγγραφέας παρομοίαζε με τον ασπασμό των αγγέλων προς τα αστέρια. Και φυσικά την αρχετυπική μορφή του αστυνόμου Ιαβέρη, άτεγκου υπηρέτη του νόμου και ακοίμητου διώκτη του Γιάννη Αγιάννη, που αυτοκτόνησε όταν ο τελευταίος του χάρισε την ζωή. Ο δικός μου αγαπημένος ήρωας ήταν ο Γαβριάς, το χαμίνι, με το κασκέτο και το τσιγάρο, που μάζευε τις σφαίρες. Αυτό που με εντυπωσίαζε πιο πολύ απ΄ όλα ήταν το τραγούδι του
«Είμαι νιος δεν είμαι γέρος, γι΄ αυτό φταίει ο Βολταίρος
κι αν στο χώμα κυλιστώ, γι΄ αυτό φταίει ο Ρουσσώ» Ήμουν δεκατριών χρονών όταν το διάβασα και έκλαψα με μαύρο δάκρυ όταν έφτασα στην σελίδα που σκοτώθηκε.
Παρ΄ ότι η οικογένειά μου τα έβγαζε πέρα με τις κακές, παρ΄ ότι η Ελλάδα δεν ήταν τότε το Αλλού Φαν Παρκ της περασμένης δεκαετίας και η ανεργία ήταν μέσα στην καθημερινότητα μας, εξ ου και την τραγουδούσε ο Νταλάρας, νόμιζα ότι οι ιστορίες των Αθλίων συνέβαιναν μόνον εις Παρισίους του 19ου αιώνα. Συνέχεια →